πέπλος

πέπλος
Πεδινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 60 μ.), στην πρώην επαρχία Σουφλίου του νομού Έβρου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (64 τ. χλμ., κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι οικισμοί, η Βρυσούλα (...κάτ., υψόμ. 30 μ.), η Γεμιστή (... κάτ., υψόμ. 70 μ.) και οι Κήποι (... κάτ., υψόμ. 40 μ.).
* * *
ο, ΝΜΑ, και πέπλο, το, Ν
1. (κατά την ομηρική εποχή) είδος γυναικείου ενδύματος, μάλλινο και πολυτελές, συχνά κοσμημένο με θαυμάσιες παραστάσεις και χρωματιστό, χωρίς μανίκια, το οποίο φορούσαν πάνω από την κυρίως ενδυμασία και συγκρατούσαν με δύο πόρπες στους ώμους ή με μία πόρπη και ζώνη στη μέση, οπότε σχημάτιζε πτυχές, το λεγόμενο απόπτυγμα, ενώ πολλές φορές με αυτό κάλυπταν το πρόσωπο και τους βραχίονες, χωρίς να αποτελεί απλώς μια καλύπτρα
2. κάθε ύφασμα που χρησιμεύει ως κάλυμμα τού σώματος ή αντικειμένου ή ως διαχωριστικό παραπέτασμα
3. (κατά την πομπή τών Παναθηναίων) το αραχνοΰφαντο ύφασμα που ήταν διακοσμημένο με μυθολογικές παραστάσεις, μεταφερόταν στην Ακρόπολη ως ιστίο αναρτημένο σε τριήρη και προσφερόταν στο αρχαιότερο άγαλμα τής Αθηνάς, το «ξόανο»
νεοελλ.
1. λεπτό, αραιό ύφασμα το οποίο καλύπτει την κεφαλή και το πρόσωπο τών γυναικών, βέλο
2. τμήμα πένθιμης γυναικείας περιβολής, η πλερέζα
3. μτφ. προκάλυμμα που αποσκοπεί στην απόκρυψη τής πραγματικότητας, πρόσχημα («υπό τον πέπλο τής φιλίας τόν εξαπάτησε»)
4. (κατ' επέκτ.) κάθε αραχνοΰφαντο ύφασμα
5. φρ. α) «νυφικός πέπλος» — λεπτή και αραχνοειδής καλύπτρα η οποία καλύπτει την κεφαλή και το πρόσωπο τών γυναικών κατά την τελετή τού γάμου
β) «πέπλος τής νύχτας» ή «μαύρος πέπλος»
(ιδίως στην ποίηση) το σκοτάδι τής νύχτας
γ) «πέπλος μερικός» ή «πέπλος εσωτερικός»
(μυκητ.) λεπτή μεμβράνη που καλύπτει την κάτω επιφάνεια τού πίλου ενός νεαρού μανιταριού ενώνοντας τα άκρα τού πίλου με τον στύπο
δ) «πέπλος καθολικός»
(μυκητ.) μεμβράνη που περιβάλλει τον αναπτυσσόμενο καρποφόρο πολλών βασιδιομυκήτων
νεοελλ.-μσν.
μτφ. καθετί το οποίο παρακωλύει τη σαφή αντίληψη και τη γνώση μιας κατάστασης («πέπλο μυστηρίου καλύπτει την υπόθεση»)
(αρχ)
1. επικάλυμμα υδρίας η οποία περιείχε τη στάχτη νεκρού
2. κάλυμμα άμαξας
3. επίστρωση καθίσματος
4. κάλυμμα στο πρόσωπο νεκρού
5. ανδρικό ιμάτιο
6. είδος παραπετάσματος το οποίο κάλυπτε το ιερό στους αιγυπτιακούς ναούς
7. εκκλ. κάλυμμα για το ιερό δισκοπότηρο
8. το περιτόναιο, επειδή καλύπτει τα έντερα
9. το φυτό πεπλίς*
10. μτφ. συλλογή συγγραμμάτων, ανθολογία
11. στον πληθ. οἱ πέπλοι
(στους Πέρσες) μακρύ επιχιτώνιο για τους άντρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πέ-πλ-ος ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα *pl- τής ΙΕ ρίζας *pleә1 «διπλώνω, πτυχή» που μαρτυρείται και στο β' συνθετικό τών ἁπλός*, διπλός (πρβλ. λατ. simplex, simplus, plecto και πλέκω). Η λ. πέπλος έχει σχηματιστεί με διπλασιασμό πε- (πρβλ. κύ-κλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πέπλος — any woven cloth masc nom sg πεπλος with a single sole masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέπλος — πέπλος, ο βλ. πέπλο, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πέπλοις — πέπλος any woven cloth masc dat pl πέπλος any woven cloth neut dat pl πεπλος with a single sole masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέπλοισι — πέπλος any woven cloth masc dat pl (epic ionic aeolic) πέπλος any woven cloth neut dat pl (epic ionic aeolic) πεπλος with a single sole masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέπλοισιν — πέπλος any woven cloth masc dat pl (epic ionic aeolic) πέπλος any woven cloth neut dat pl (epic ionic aeolic) πεπλος with a single sole masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέπλον — πέπλος any woven cloth masc acc sg πεπλος with a single sole masc/fem acc sg πεπλος with a single sole neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέπλων — πέπλος any woven cloth masc gen pl πέπλος any woven cloth neut gen pl πεπλος with a single sole masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέπλως — πέπλος any woven cloth masc acc pl (doric) πεπλος with a single sole adverbial πεπλος with a single sole masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέπλα — πέπλος any woven cloth neut nom/voc/acc pl πεπλος with a single sole neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέπλοι — πέπλος any woven cloth masc nom/voc pl πεπλος with a single sole masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”